χαστούκι

χαστούκι
το, Ν
1. ισχυρό ράπισμα με την παλάμη, σκαμπίλι
2. μτφ. μεγάλη απογοήτευση ή μεγάλη αποτυχία («έφαγε πολλά χαστούκια στη ζωή του»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χαστούκι — το γερό χτύπημα με την παλάμη στο πρόσωπο κάποιου, χαστούκισμα, σφαλιάρα, φάπα: Έφαγε ένα γερό χαστούκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκαμπίλι — το, Ν 1. ηχηρό ράπισμα, χτύπημα που δίνεται με την παλάμη στο πρόσωπο και κυρίως στο μάγουλο, χαστούκι, κόλαφος 2. είδος χαρτοπαιγνίου που παίζεται από δύο ή περισσότερους παίκτες και με δεσμίδα από εικοσιοκτώ ή τριανταέξι τραπουλόχαρτα 3. συνεκδ …   Dictionary of Greek

  • χαστουκίζω — Ν [χαστούκι] δίνω χαστούκι, ραπίζω …   Dictionary of Greek

  • χαστουκιά — η, Ν χαστούκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαστούκι + κατάλ. ιά (πρβλ. γροθ ιά, μαχαιρ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • ανάζερβος — η, ο 1. ζερβός, αριστερός, ανάποδος, ανάστροφος 2. (για τόπους) δυσκολοδιάβατος, απάτητος 3. (για πρόσωπα) δύστροπος, δύσκολος, ανάποδος 4. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) η ανάζερβη το χτύπημα, χαστούκι που δίνει κανείς με την έξω επιφάνεια τού χεριού …   Dictionary of Greek

  • αστράφτω — (AM ἀστράπτω) 1. απρόσ. αστράφτει φαίνεται αστραπή στον ουρανό 2. (προσ.) ρίχνω αστραπές, αστραποβολώ («αυτός π αστράφτει και βροντά και συννεφιά και βρέχει», «Οὐλύμπιος ἤστραπτεν, ἐβρόντα», Αριστοφ.) 3. λάμπω σαν αστραπή («αστράφτει το σπίτι… …   Dictionary of Greek

  • καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… …   Dictionary of Greek

  • καταχέρισμα — το [καταχερίζω] η πράξη τού καταχερίζω, χτύπημα με το χέρι, ράπισμα, χαστούκι …   Dictionary of Greek

  • καταχεριά — η χτύπημα με ανοιχτό χέρι, μπάτσος, χαστούκι, ράπισμα, καρπαζιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χεριά (< χεριά < χερ έα < χέρ ιον < χείρ), πρβλ. απλοχεριά, σφιχτο χεριά] …   Dictionary of Greek

  • κρούω — (AM κρούω) 1. χτυπώ, πλήττω (α. «κρούσας δέ πλευρά», Ευρ. β. «κρούειν δὲ τοῑς ποσὶ τὴν γῆν ἐφ ἧς βεβηκότες ἧσαν», Αρρ.) 2. πλήττω τις χορδές έγχορδου μουσικού οργάνου ή, γενικά, παίζω μουσικό όργανο («ψῆλαι καὶ κρούειν τῷ πλήκτρῳ», Πλάτ.) νεοελλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”